- θώραξ
- (-ακος) ο ист. панцирь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Θῶραξ — Θώραξ corslet masc nom/voc sg Θῶραξ masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θώραξ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Λάρισας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλος του Πινδάρου. Μαζί με τους εξόριστους Πεισιστρατίδες, είχε προτρέψει τον Ξέρξη να εκστρατεύσει εναντίον της Ελλάδας. O ίδιος μάλιστα, όπως επίσης οι δύο αδελφοί του … Dictionary of Greek
θώραξ — θώρᾱξ , θώραξ corslet masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θωράκοιν — Θώραξ corslet masc gen/dat dual Θῶραξ masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θωράκων — Θώραξ corslet masc gen pl Θῶραξ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θώρακα — Θώραξ corslet masc acc sg Θῶραξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θώρακας — Θώραξ corslet masc acc pl Θῶραξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θώρακε — Θώραξ corslet masc nom/voc/acc dual Θῶραξ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θώρακες — Θώραξ corslet masc nom/voc pl Θῶραξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θώρακι — Θώραξ corslet masc dat sg Θῶραξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θώρακος — Θώραξ corslet masc gen sg Θῶραξ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)